γρετίδικος

γρετίδικος
και γρετίτικος και εγρετίδικος, -η, -ο
1. (για πράγματα) κινητός, πρόσθετος
2. (για πρόσωπα) προσωρινός σε μία υπηρεσία
3. (για καταστάσεις) προσωρινός, επισφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή iğreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρεντής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γρεντής — και γρετής και εγρετής, ο προσωρινός, έκτακτος, αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή igreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρετίδικος)] …   Dictionary of Greek

  • εγρετίδικος — η, ο γρετίδικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”